- λυκιακός
- -ή, -ό (Α λυκιακός, -ή, -όν) [Λυκία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή στους κατοίκους της («τῆς Λυκιακῆς θαλάσσης», Λουκιαν.)νεοελλ.φρ. «λυκιακοί τάφοι»αρχαιολ. ιδιότυποι λαξευτοί τάφοι στη Λυκίααρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Λυκιακάιστορικό σύγγραμα τού Πολυχάρμου περί Λυκίας.
Dictionary of Greek. 2013.